-
1 εναντίο
[ν] 1. προθ. με γεν. против; вопреки;εναντίο του ρεύματος — против течения;
εναντίο της θελήσεως του — против его воли;
εναντίο του νόμου — вопреки закону;
εναντίο του ορθού λόγου — вопреки здравому смыслу;
τό εναντίο (τουναντίον) — наоборот, совершенно иначе, напротив;
ομιλώ εναντίο τινός — выступать против кого-л.;
2. (τό) противоположность, противоположное, противное, обратное;εγώ είπα ακριβώς το εναντίο — я сказал совершенно обратное;
πράττω τα εναντία των όσων λέγω — говорить одно, а делать другое
-
2 εκκοιλαινω
-
3 παταγος
-
4 περικαταλαμβανω
окружать, охватывать кольцомπερικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς Polyb. — принуждаемый обстоятельствами -
5 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
6 γραμμή
η 1.1) прям., перен. линия;ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;
οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;
γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;
αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);
γραμμή του πυρός — линия огня;
λευκή γραμμή анат. — белая линия;
χαράσσω γραμμές — линовать;
2) черта, штрих;πλ. контур, очертание;τραβώ μιά γραμμή — провести черту;
3) строка;4) ряд, строй, шеренга;βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;
μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;
πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;
5) линия, путь;γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;
ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;αεροπορική γραμμή — авиалиния;
γραμμή διανομής ηλεκτρ;
κου ρεύματος линия электропередачи;εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;
δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;
6) перен. линия, направление; курс;γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;
7) качество, достоинство, ценность;κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;
§ πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;
σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;
σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;
αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;
συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;
2. επίρρ.1) прямо;πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;
2) подряд; по порядку;τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора
-
7 διαφυγή
η1) бегство, побег; 2) уклонение, избежание; 3) утечка; просачивание;διαφυγή του ήλεκτρικού ρεύματος (τού αερίου) — утечка электричества (газа)
-
8 παραφερω
поэт. παρφέρω1) приносить, подавать (на стол)(πολλὰ θήρειά τινι Xen.)
2) выставлять на вид, приводить(καινὰ καὴ παλαιὰ ἔργα Her.)
3) произносить, высказывать(οἰκτροὺς λόγους Eur.)
; передавать(ξύνθημά τινι Eur.)
4) нести рядомπ. λαμπάδας τινί Eur. — сопровождать кого-л. с факелами
5) отводить в сторону(τέν χεῖρα Dem.; τὸν ὀφθαλμόν Luc.; τὸ ποτήριον ἀπό τινος NT.)
; отворачивать(τέν ὄψιν τινός Xen.)
6) отбивать, отражать(τοὺς ὑσσούς Plut.)
7) нести мимо, проносить (sc. ἀνδριάντας Plat.); pass. проноситься, проходить, проезжатьτοῦ χειμῶνος παραφερομένου Plut. — когда проносилась буря;
δρόμῳ παρενεχθῆναι Plut. — проследовать мимо8) (о реке и т.п.) уносить прочь, увлекать с собой(πολλοὺς συμπίπτοντας, ὑπὸ ῥεύματος παραφερόμενος Plut.; νεφέλαι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι NT.)
9) отклонять, сбивать с пути10) пропускать мимо ушей, оставлять без внимания(τὸ ῥηθέν Plut.)
11) пропускать, упускать(τὰς ὥρας τῆς θυσίας Dem.)
12) проноситься, проходить (см. тж. pass. к 7)13) опережать, превосходить(τινά τινι Luc.)
-
9 ένταση
[-ις (-εως)] η1) натягивание, натяжение; 2) интенсивность; напряжённость;ένταση πυρός — воен, интенсивность огня;
3) напряжение;ένταση πνεύματος (προσοχής, δυνάμεων) — напряжение ума (внимания, сил);
ένταση πυρετού — повышение температуры;
στην ένταση της μάχης — в разгаре боя;
4) обострение; натянутость, напряжённость;ένταση σχέσεων — обострение отношений;
διεθνής ένταση — напряжённость в международных отношениях;
5) физ. сила; напряжение;ένταση ήχου — сила звука;
ένταση του ήλεκτρικού ρεύματος — напряжение электрического тока;
6) муз. динамический оттенок (звука);§ ένταση των εξοπλισμών — гонка вооружений
-
10 μεταβολή
η1) изменение, перемена;μεταβολή του καιρού — перемена погоды;
2) превращение, переход (в другое состояние);μεταβολή υγρού εις αέριον — превращение жидкости в газ;
μεταβολή της φοράς (ηλεκτρικού ρεύματος) — коммутация (эл.);
3) воен. спорт, поворот;μεταβολή! кругом!;
4) биол изменчивость (путём скачка)
См. также в других словарях:
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
Μπάρεντς, θάλασσα του- — (ρωσ. Μπαρέντσοβο Μόρε, νορβηγ. Barents Havet). Τμήμα του Αρκτικού ωκεανού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σβάλμπαρντ και του αρχιπελάγους Φραγκίσκου Ιωσήφ, της Νόβαγια Ζεμλιά και των ακτών της βόρειας Ευρώπης. Συγκοινωνεί στα Α με τη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek